- σπερματικῇ
- σπερματικόςoffem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπερματική — σπερματικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
εμβρυόσακος — Ομάδα κυττάρων που προέρχονται από τις διαδοχικές διαιρέσεις ενός μητρικού κυττάρου και περιέχονται στη σπερματική βλάστη των φυτών. Στα αγγειόσπερμα ο αριθμός τους ανέρχεται σε οκτώ. Από αυτά το ένα αποτελεί το θηλυκό αναπαραγωγικό κύτταρο ή… … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
ορθότροπος — η, ο 1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει ή αναπτύσσεται κατακόρυφα 2. (για την όρθια σπερματική βλάστη) αυτή τής οποίας η μικροπύλη είναι στο αντίθετο άκρο σε σχέση με τη χάλαζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthotropic / orthotropous <… … Dictionary of Greek
πολυεμβρυονία — η, Ν 1. βοτ. ο σχηματισμός περισσότερων τού ενός εμβρύων σε μια σπερματική βλάστη 2. ζωολ. ο σχηματισμός πολλών εμβρύων από ένα μόνο ζυγωτό 3. φρ. α) «γνήσια πολυεμβρυονία» βοτ. πολυεμβρυονία κατά την οποία τα έμβρυα αναπτύσσονται με διαίρεση τού … Dictionary of Greek
σπερματοβλάστη — και σπερμοβλάστη και σπερμιοβλάστη, η, Ν βοτ. η σπερματική βλάστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatoblast / spermoblast < σπέρμα, ατος + βλαστός)] … Dictionary of Greek
τετραχαίνιο — το, Ν μικρός αρραγής καρπός που αποτελείται από τέσσερα αχαίνια, δηλαδή τέσσερεις ξηρούς καρπούς με μία σπερματική βλάστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + αχαίνιο] … Dictionary of Greek
γνετιτικά — (gnetales).Τάξη γυμνόσπερμων φυτών που σήμερα περιορίζεται σε τρία γένη, την εφέδρα,το γνέτο και τη βελβιτσία.Τα φυτά αυτά έχουν τέλεια αγγεία, σπερμοβλαστικούς σχηματισμούς και σπερματική βλάστη, που έχει την ικανότητα να παράγει πολλά φυτά. Τα… … Dictionary of Greek
έθνη — (Θρησκ.). Ιστορικός όρος που αποδόθηκε από τους Ιουδαίους και τους χριστιανούς στους λαούς οι οποίοι διακρίνονταν για τις πολυθεϊστικές θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ή γενικότερα σε όσους δεν είχαν ασπαστεί το χριστιανικό δόγμα. Η εμφάνιση και… … Dictionary of Greek